Home
News
Foreign Office
Local
Ελληνική
Metal
Punk/hc/emo
Live
Συνεντεύξεις
Cinefreak
Θέατρο/χορός
Books, magz
Τι παίζει, που
Special
Aρθρα
Mp3s/Video
Atrakt-ed
Links
 
Αναζήτηση

 

MYANMAR, (ΒΙΡΜΑΝΙΑ), ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΦΤΩΧΕΙΑΣ

30/03/2007

MYANMAR (ΒΙΡΜΑΝΙΑ)

ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΦΤΩΧΕΙΑΣ

ΚΕΙΜΕΝΟ: ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΙΤΣΑΛΙΔΗΣ

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΦΩΤΕΙΝΗ ΔΡΑΚΟΥ

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: CRISTINA ALGRANATI

Το ταξίδι ξεκίνησε παραμονή, όμως στην Γιανγκόν – πρωτεύουσα της Μυανμάρ – προσγειωθήκαμε ανήμερα Χριστούγεννα. Μετά τις απαραίτητες διατυπώσεις εισόδου στη χώρα, παίρνουμε ένα ταξί με κατεύθυνση το κέντρο της πόλης. Μετά από μία νύχτα στο πόδι από αεροδρόμιο σε αεροδρόμιο και από αεροπλάνο σε αεροπλάνο, αυτό που χρειαζόμαστε είναι ένα ξενοδοχείο. LIBERTY HOTEL, λίγο πιο έξω απ’ το κέ ντρο της πόλης. Αν και είναι μόλις εννιά το πρωί στην Γιανγκόν, πέφτουμε για ύπνο. Η διαφορά ώρας και το ξενύχτι μας έκοψαν τα πόδια.

Όμως, τρεις ώρες μετά, είμαστε και πάλι σε φόρμα για να εξερευνήσουμε την πόλη. Ένα ταξί μας αφήνει στο STRAND HOTEL. Ένα ιστορικό ξενοδοχείο απ’ την εποχή της Βρετανικής αποικιοκρατίας, όπου στα σαλόνια του έχουν καθίσει προσωπικότητες όπως η βασίλισσα της Αγγλίας, ο Μικ Τζάγκερ κ.ά. Μπορούσαμε να λείπουμε εμείς; Φυσικά και μπορούσαμε, όμως δεν το κάναμε. Μετά τη συγκίνηση του καφέ, ξεκινάμε την περιπλάνηση στους δρόμους της πόλης. Τα βήματά μας – αλλά και οι ντόπιοι αστυνομικοί που ξέρουν που πας πριν ακόμη τους ρωτήσεις – μας οδηγούν στο κέντρο της πόλης, όπου ορθώνεται μία μεγαλοπρεπής στούπα.

Μία γρήγορη ματιά και ξανά στο δρόμο, μιας και πριν νυχτώσει έχουμε να επισκεφτούμε ένα άλλο θρησκευτικό μνημείο, το πιο σημαντικό της Γιανγκόν! Όπου μια τεράστια στούπα ύψους 98 μέτρων, καλυμμένη με φύλλα χρυσού και διακοσμημένη με χιλιάδες πολύτιμα πετράδια, στέκεται στη θέση της και είναι ορατή από κάθε σημείο της πόλης. Περιμένουμε τη δύση του ηλίου, όπου οι ακτίνες του αντανακλώνται στη χρυσή επιφάνεια των ναών, δίνοντάς μας μια μαγευτική εικόνα. Η πρώτη μέρα κλείνει μ’ αυτό το τοπίο μπροστά από τα μάτια μας.

Η επόμενη μέρα ξεκινάει με πολύ καλύτερες συνθήκες απ’ την προηγούμενη. Αυτή τη φορά είμαστε ξεκούραστη. Παίρνουμε πρωινό και αποφασίζουμε, αν βρούμε αεροπλάνο, να «πετάξουμε» για το Μανταλάϋ. Δυστυχώς όμως δεν βρίσκουμε. Οι ορδές των γκρουπς έχουν κλείσει όλες τις πτήσεις. Πλέον, υπάρχουν δύο εναλλακτικές λύσεις: λεωφορείο ή τρένο. Το πρώτο δεν το προτείνει κανείς λόγω των κακών δρόμων που δημιουργούν στο λεωφορείο το εφέ σέικερ τη στιγμή που εσύ είσαι το περιεχόμενό του. Άρα απορρίπτεται. Τι μένει; Το τρένο. Κλείνουμε λοιπόν εισιτήρια για το επόμενο πρωί στις 6:00 π.μ. και κάνουμε – ήσυχοι πλέον – μια βόλτα στην κλειστή αγορά της Γιανγκόν. Δεν ξέραμε τι μας περίμενε!

Ευτυχώς, μετά την αγορά, μας έρχεται η περίφημη ιδέα να περπατήσουμε σ’ ένα απ’ τα πιο ωραία πάρκα της Γιανγκόν, γύρω απ’ τη λίμνη Κανταουγκί! Στο τέλος της μικρής αυτής βόλτας πέφτουμε πάνω σε μια καινούρια κατασκευή που στεγάζει εστιατόρια, καφέ και πισίνα. Ότι καλύτερο. Μπαίνουμε μέσα και περνάμε τις επόμενες δυο ώρες με μπάνια, μπύρα και φαί… Μετά από τόσο ριλάξ, μας χρειάζεται μια καλή ξεκούραση! Πίσω λοιπόν στο ξενοδοχείο για λίγο απογευματινό ύπνο και το βραδάκι ξανά για φαγητό σ’ ένα πολύ καλό ταϋλανδέζικο ρεστοράν.

-------------------------------------------------------------------------------------------------------------

ΓΙΑΝΓΚΟΝ – ΜΑΝΤΑΛΑΫ με το τρένο!

- Πρωί-πρωί, 4:45 χτυπά η πόρτα του δωματίου. Μας ξυπνούν.

- 5:18 είμαστε στον σιδηροδρομικό σταθμό.

- 5:22 μας πλησιάζει ένας τύπος και μας προτείνει να αλλάξουμε το εισιτήριο για να φύγουμε με το τρένο των 5:30. Μας πείθει. Προσπαθεί να το αλλάξει. Πολύ αργά.

- 5:30 ακριβώς το τρένο φεύγει. Μικρό το κακό. Σε μισή ώρα φεύγουμε κι εμείς! Έτσι νομίζω.

- 5:40 έρχεται ξανά ο τύπος και μας λέει ότι το τρνο μας έχει καθυστέρηση και θα φύγει στις 9:00. Τι μπορείς να κάνεις; Περιμένεις.

- 9:30 είμαστε ακόμη στον σταθμό. Κάποιος μας λέει ότι θα φύγει 10:15. Ησυχάζουμε.

- 10:45 ανακοινώνουν να ανεβούμε σ’ ένα τρένο που φτάνει.

- 11:00 ανεβαίνουμε στο τρένο.

- 11:45 είμαστε στο τρένο αλλά ακόμη στον σταθμό.

- 13:00 το τρένο ξεκινάει. Αλληλούια!

- 13:50 το τρένο πάει. Αργά, αλλά πάει.

- 14:45 κάνουμε μια στάση σ’ ένα χωριό 35 χλμ. από την Γιανγκόν.

- 15:30 είμαστε ακόμη στον σταθμό του χωριού.

- 16:10 μαθαίνουμε ότι χάλασε η μηχανή και θα έρθει να μας πάρει ένα άλλο.

- 16:50 ακόμη τίποτε!

- 17:10 φτάνει η καινούρια μηχανή.

- 17:20 είμαστε ακόμη σταματημένοι στον σταθμό.

- 17:30 Επιτέλους, φεύγουμε! Τις ατέλειωτες ώρες του ταξιδιού πιάνουμε κουβέντα μ’ έναν δικηγόρο της Γιανγκόν, στην επιστροφή του για το σπίτι. Αφού συζητάμε λίγο για την κατάσταση στην Μυανμάρ – χαμηλόφωνα, γιατί και τα τρένα έχουν αυτιά – μας προσφέρει ένα από τα δύο κέικ που έχει μαζί του, βλέποντάς μας απροετοίμαστους για τέτοιο πολύωρο ταξίδι. Ένα τσιγάρο, λίγος ύπνος, λίγη κουβέντα, ξημέρωσε και είμαστε ακόμη στο τρένο. Το Μανταλάϋ δεν φαίνεται ακόμη. Εν τέλει, μετά από μόλις 13,5 ώρες καθυστέρηση – στις 10:30 το πρωί – το τρένο φτάνει στον σταθμό του Μανταλάϋ!

---------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Όλα όμως εδώ πληρώνονται! Όλα αυτά είναι πολύ καλά για να είναι αληθινά. Η τιμωρία έρχεται. Πρωί-πρωί, 4:45, χτυπά η πόρτα του δωματίου μας. Μας ξυπνούν. 5:18 είμαστε στο σιδηροδρομικό σταθμό. Το τρένο μας πρέπει να φύγει στις 6:00. Τελικά ξεκινάει στις 13:00 μ.μ.! Φτάνουμε στο Μανταλάϋ την άλλη μέρα στις 10:30 το πρωί. Όποιος έχει το κουράγιο να διαβάσει τις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες του τρενοτάξιδου, θα τις βρει στο ειδικά αφιερωμένο πλαίσιο.

Βγαίνουμε λοιπόν απ’ τον σταθμό αποφεύγοντας όσους προσφέρονται να μας μεταφέρουν σε κάποιο ξενοδοχείο, μιας και έχουμε επιλέξει ένα που βρίσκεται σε μικρή απόσταση. Εν τούτοις κάποιος απ’ αυτούς μας ακολουθεί από κοντά, μέχρι το ξενοδοχείο, όπου για κακή (;) μας τύχη, δεν έχει δωμάτιο. Έτσι παίρνουμε το ταξί του τύπου για να μας μεταφέρει στη δεύτερη κατά σειρά επιλογή μας, «Mandalay View Hotel». Κι εδώ όλα τα δωμάτια κλεισμένα. Όμως, η κοπέλα στη ρεσεψιόν, μας προτείνει ένα άλλο ξενοδοχείο, καινούριο, της ίδιας ιδιοκτησίας, σε πολύ μικρή απόσταση από εκεί που βρισκόμαστε. Ένα θαύμα: «Red Canal» - δεν λέω τίποτα περισσότερο. Απλά ότι ξεχάσαμε αμέσως την ταλαιπωρία του τρένου.

Μετά από ένα φρεσκάρισμα είμαστε ήδη στη γύρα. Έξω από το ξενοδοχείο μας παραλαμβάνει ένα ποδήλατο με δύο θέσεις επιβατών! Όχι πίσω, όπως στην Κίνα, ούτε μπροστά, όπως στην Ινδονησία, μα στο πλάι, όπου κάθεται ο ένας με πλάτη στον άλλο. Μας πάει στο Shwenandaw Kyanng, το οποίο είναι ένα μοναστήρι που στο παρελθόν ανήκε στα ανάκτορα όπου έζησε ο βασιλιάς Μιντόν. Στην ξενάγησή μας στο παλιό ξύλινο κτίριο συναντάμε έναν Βιρμανό, που προσφέρεται να μας πάει στα επόμενα ενδιαφέροντα σημεία της περιοχής και που εν τέλει θα μας συντροφεύσει μέχρι την αναχώρησή μας απ’ την πόλη. Μας πάει αμέσως στην κοντινή Kuthodaw Paya, ή αλλιώς το πιο μεγάλο βιβλίο του κόσμου. Ένα βιβλίο όμως γραμμένο στην πέτρα, καθεμιά ύψους πάνω από ένα μέτρο και σύνολο 729 μαρμάρινες πλάκες κάθε μία μέσα σε μια μικρή στούπα. Έχει υπολογιστεί ότι για να το διαβάσει όλο ένας άνθρωπος, χρειάζεται να αφοσιωθεί σ’ αυτό οκτώ ώρες την ημέρα επί 450 ημέρες. Θαυμάσιο!

Από εκεί πάμε στο βασιλικό παλάτι και ρίχνουμε μια πρώτη ματιά μόνο απ’ έξω. Μία τεράστια έκταση τεσσάρων πλευρών, προστατευμένη από τείχη, όπου κάθε πλευρά της είναι 3,5 χλμ. Όλο το παλάτι περιτριγυρίζεται από ένα όρυγμα γεμάτο νερό. Όμως αρκετά για μία ημέρα, την επόμενη μας περιμένει εντατική ξενάγηση.

Ο γύρος ξεκινάει πρωί-πρωί από την AMARAPURA όπου το ενδιαφέρον της είναι – εκτός απ’ τις παγόδες της και τα μοναστήρια της – η ξύλινη γέφυρα από τικ που την ενώνει με την ξηρά, μήκους 1,2 χλμ. Από εκεί στη δεύτερη αρχαία πόλη, το SAGAING. Το ενδιαφέρον εδώ επικεντρώνεται στους πρόποδες ενός λόφου, όπου καθώς ανεβαίνεις τα σκαλιά συναντάς και τα διάφορα μοναστήρια. Πρώτα το Umin Thounzeh, το οποίο περιέχει 45 Βούδες σε μία στοά με κολώνες με ημικυκλική μορφή. Από εκεί ανεβαίνεις τα σκαλοπάτια περνώντας ανάμεσα απ’ τους μικροπωλητές που προσπαθούν να σου πουλήσουν οτιδήποτε – το πιο περίεργο απ’ αυτά είναι τα χειροτεχνήματα από κουκούτσια καρπουζιού – ενώ εσύ προσπαθείς να τους αποφύγεις, όχι πάντα με επιτυχία.

Στην κορυφή συναντάμε έναν μοναχό, ο οποίος μ’ ένα μικρό χρηματικό αντάλλαγμα μας οδήγησε – χωρίς λόγια, μόνο με κινήσεις – σε ότι έπρεπε να δούμε. Από εδώ έχεις μια καταπληκτική θέα στο Σαγκάν και στις 500 του στούπες και μοναστήρια, όπου ζουν 6000 μοναχοί και μοναχές. Η ξενάγηση συνεχίζεται στην Inwa. Το αυτοκίνητο μας αφήνει στην όχθη ενός καναλιού όπου μας φορτώνουν σε μια πλωτή πλατφόρμα που μας περνάει απέναντι. Εδώ, είσαι υποχρεωμένος να πάρεις μια άμαξα για να σε γυρίσει στα διάφορα μέρη που απέχουν αρκετά το ένα απ’ το άλλο. Ένα πολύ ενδιαφέρον μέρος, με πολλές στούπες, διάσπαρτες σ’ ένα πολύ ειρηνικό τοπίο. Η αξία της περιοχής προέρχεται και από το γεγονός ότι η Inwa ήταν η πρωτεύουσα της Βιρμανίας για περίπου 400 χρόνια.

Μετά τον γύρο, η άμαξα μας αφήνει στο κανάλι, η πλωτή πλατφόρμα στο αμάξι και αυτό με τη σειρά του επιτέλους πίσω στο ξενοδοχείο. Πολύ ωραία η κουλτούρα, όμως μετά από κάποια ώρα κουράζεσαι. Άλλωστε το ξενοδοχείο έχει πισίνα, γιατί να πάει ανεκμετάλλευτη;

Ανάκτηση δυνάμεων και την επόμενη, με το πρώτο φως είμαστε ήδη σε μία βάρκα και ανεβαίνουμε το ποτάμι με κατεύθυνση Mingun. Με το που αποβιβαζόμαστε μας περιμένουν κι εδώ άμαξες – αυτή τη φορά τις σέρνουν βόδια – όμως προτιμούμε να το πάρουμε με τα πόδια. Οι αποστάσεις είναι σαφώς μικρότερες από χθες. Στο πρώτο πράγμα που πέφτει το μάτι σου μετά τα πρώτα 100 μέτρα, είναι ένας τεράστιος όγκος από τούβλα που ορθώνεται πίσω απ’ τα μικρομάγαζα των κατοίκων της Mingun. Φτάνουμε κοντά. Πρόκειται για την Mingun Paya που θα έπρεπε να είχε ύψος 150 μέτρα, αν είχε καταφέρει ο βασιλιάς Bodawpaya να την ολοκληρώσει. Πέθανε όταν το κτίσμα είχε φτάσει στο 1/3 του όλου, τα σημερινά 50 μέτρα. Αργότερα, κι αυτό ακόμη το κομμάτι υπέστη καταστροφές απ’ τον σεισμό του 1838.

Λίγα μέτρα πιο πέρα, βρίσκεται η μπρούντζινη καμπάνα που είχε κατασκευάσει για την παγόδα. Έχει κι αυτή βέβαια τεράστιες διαστάσεις και είναι μια απ’ τις τρεις μεγαλύτερες καμπάνες του κόσμου. Μπορείς να μπεις μέσα της, καθώς κάποιος απ’ έξω τη χτυπά, ούτως ώστε να νιώσεις τον ήχο της.

Μία γρήγορη στάση για ένα φρεσκάρισμα κι έπειτα το πλοιαράκι αναχωρεί με προορισμό την πόλη του Mandalay. Τα δύσκολα τελείωσαν. Τώρα μπορούμε να χαρούμε την πόλη σε πιο ήρεμους ρυθμούς. Είναι άλλωστε παραμονή Πρωτοχρονιάς και το βράδυ μας περιμένει γλέντι. Άρα, αποφασίζουμε να επισκεφτούμε το παλάτι στο κέντρο της πόλης. Νοικιάζουμε ποδήλατα και έτσι έχουμε όλη την ελευθερία να σταματάμε σε όποια σημεία θέλουμε κατά τη διάρκεια της διαδρομής. Το παλάτι δείχνει όντως τεράστιο, δυστυχώς όμως αυτό που βλέπουμε σήμερα είναι μονάχα μία ανακατασκευή, μιας και το αυθεντικό κάηκε ολοσχερώς κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στη μάχη τους Γιαπωνέζους. Σ’ αυτές τις λίγες γραμμές το μέγεθος της έκτασης του παλατιού φαίνεται μικρό, όμως εκεί μέσα περάσαμε δύο ολόκληρες ώρες χωρίς να καταφέρουμε να το δούμε όλο.

Η υπόλοιπη μέρα περνάει με καφέ, πισίνα και φαί, περιμένοντας τη νύχτα της Πρωτοχρονιάς. Η αλήθεια είναι ότι τη γιορτάσαμε λίγο νωρίτερα απ’ ότι συνηθίζεται – από τις 7 έως τις 8 το βράδυ – όμως το πρωί μας περιμένει το καράβι για το Bagan.

Είναι νύχτα ακόμη όταν μας παραλαμβάνουν δύο ποδήλατα μ’ όλα τα πράγματά μας και μας τρέχουν μέχρι το μόλο για να πάρουμε το πλοίο. Μέσα σε λίγα λεπτά έχει φορτώσει όλους τους τουρίστες και στις επτά και κάτι λίγα λεπτά – ούτε οι Ελβετοί τόσο καλά – σαλπάρει. Κατεβαίνουμε το ποτάμι για τις επόμενες 10 ώρες σε μία πανέμορφη διαδρομή όπου η εναλλαγή του τοπίου στις όχθες, έκανε το ταξίδι λιγότερο κουραστικό. Όμως το πλοίο έφτασε και είμαστε ήδη έξω στο κυνήγι ξενοδοχείο. Όταν το βρίσκουμε έχει ήδη νυχτώσει κι έτσι δεν είμαστε σίγουροι για την ποιότητα της επιλογής μας.

Με το πρώτο φως της μέρας όμως, διαπιστώνουμε ότι πέσαμε αρκετά καλά. Σ’ αυτό προσθέτω και την τύχη μας που φτάσαμε στο Bagan την περίοδο γιορτής και μάλιστα στο απόγειό της, το βράδυ με την πανσέληνο. Ο συνήθως έρημος δρόμος που ενώνει την Yang Oo που μένουμε, με το παλιό και το νέο Bagan, είναι γεμάτος κόσμο. Άνθρωποι που έρχονται απ’ τα γύρω χωριά – και όχι μόνο – για να επισκεφτούν τα μοναστήρια, ν’ αγοράσουν και να πουλήσουν. Ένα τεράστιο πανηγύρι.

Κι εδώ, ο κατάλληλος τρόπος για να πηγαινοέρχεσαι στα 6 χλμ. ίσιου δρόμου που ενώνει αυτές τις τρεις τοποθεσίες, είναι το ποδήλατο. Εξοπλιζόμαστε λοιπόν και ξεκινάμε το κυνήγι της παγόδας. Εδώ άλλωστε βρίσκονται συγκεντρωμένες κοντά 3000 παγόδες. Ένα καταπληκτικό θέαμα, που όμως για να το χαρείς πλήρως σου χρειάζονται 200 $ κατ’ άτομο για το αερόστατο που σε «πετάει» πάνω από την περιοχή. Δεν τα έχουμε! Αφού λοιπόν δεν μπορούμε να τις δούμε από ψηλά, προσπαθούμε να επισκεφτούμε όσες μπορούμε με τα ποδήλατα. Τέσσερις την πρώτη μέρα. Τις πιο σημαντικές.

Το γεγονός ότι υπάρχει το πανηγύρι, δίνει άλλο χρώμα στα μνημεία. Κόσμος πάει κι έρχεται, πάνω σε άμαξες που τις σέρνουν βόδια, με τα πόδια, με ποδήλατα, σε υπερφορτωμένα λεωφορεία και τρακτέρ. Κι εμείς ανάμεσά τους, ξεγλιστράμε μ’ ένα σλάλομ που όμοιό του δεν είχαν ξαναδεί τα ποδήλατά μας στην πολύχρονη ζωή τους. Ένα αναψυκτικό είναι ότι πρέπει για να ξεδιψάσει ο ταλαίπωρος τουρίστας, ανάμεσα σε μία επίσκεψη παγόδας και μία αγορά σουβενίρ. Διότι αυτό το τελευταίο δεν μπορείς να το αποφύγεις. Είναι πιο εύκολο να μην δεις τις παγόδες, παρά να μην αγοράσεις σουβενίρ.

Με τα ποδήλατα λοιπόν γεμάτα αναμνηστικά, περιμένουμε τη δύση του ηλίου για να την απολαύσουμε απ’ την κορυφή μιας από τις αμέτρητες παγόδες της πεδιάδας. Έτσι, 15 λεπτά πριν τη δύση του ήλιου, έχουμε εντοπίσει την παγόδα που κάνει στην περίπτωσή μα. Σκαρφαλώνουμε στην κορυφή της και διαπιστώνουμε ότι δεν είμαστε οι μόνοι που είχαν αυτή την ιδέα. Η παγόδα «κατοικείται» από άλλους τέσσερις τουρίστες που θέλουν κι αυτοί να φωτογραφίσουν αυτό το αξέχαστο ηλιοβασίλεμα. Το αποτέλεσμα μπορείτε να το δείτε παρακάτω.

Το διάστημα που είχαμε στη διάθεσή μας όμως τελείωσε κι έτσι την επόμενη μέρα παίρνουμε το αεροπλάνο για το Νγκαπάζι. Μια παραθαλάσσια τοποθεσία που λέγεται ότι πήρε το όνομά της από έναν Ιταλό που έζησε εδώ και του θύμιζε τον τόπο που γεννήθηκε, την Νάπολι. Έχουμε μπροστά μας τρεις ημέρες πλήρους ριλάξ. Δεν μπορείς άλλωστε να κάνεις αλλιώς. Όλη η παραλία είναι γεμάτη με πολυτελή ξενοδοχεία και η μόνη δραστηριότητα που έχει να κάνει κάποιος που δεν ξέρει να κολυμπάει, όπως εγώ, είναι να «σαπίσει» κάτω απ’ τον ήλιο.

Καμιά φορά μπορεί και η ξεκούραση να γίνει λόγος ταλαιπωρίας και γκρίνιας. Λίγα μέτρα μακρύτερα απ’ την πολυτέλεια του ξενοδοχείου, συναντάς τη φτώχεια όπου κρύβει το ψαροχώρι μεσ’ τον πλούτο της φύσης. Μη θέλοντας να προχωρήσω περισσότερο στο θέμα – τους λόγους, λίγο πολύ, στους οποίους οφείλεται η φτώχεια αυτού του λαού τους ξέρουμε όλοι – πάω παρακάτω.

Επιστροφή στη Γιανγκόν για να θαυμάσουμε τις χρυσές παγόδες της πιο λεπτομερειακά, πριν πάρουμε το αεροπλάνο της επιστροφής για την Ελλάδα. Την πρώτη φορά που τις είδαμε – όταν πρωτοφτάσαμε στην Γιανγκόν – μας έκαναν μια τρομερή εντύπωση. Τώρα όμως, βλέποντάς τις για δεύτερη φορά και αφού έχουμε δει και το υπόλοιπο της χώρας, η εντύπωση είναι ακόμη μεγαλύτερη.

Φεύγουμε για την Ελλάδα, παίρνοντας μαζί μας εκτός απ’ αυτές τις πανέμορφες εικόνες της παγόδας και μιας πόλης που είναι σε διαρκή «πόλεμο» με την ζούγκλα για το ποιος απ’ τους δυο θα επιβιώσει. Μην ξεχνάς την Μυανμάρ.

Φωτεινή Δράκου

Special
BEST albums of 2018
Best albums of 2015
Best albums of 2012
Oι καλύτεροι δίσκοι του 2011
Οι καλύτεροι δίσκοι του 2010
Οι συντάκτες του Atraktos καταγράφουν τις απόψεις τους για τα καλύτερα του 2009
BEST 2009
ΒΑΛΚΑΝΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΓΕΛΟΙΟΓΡΑΦΙΑΣ, «Ο ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΣ – ΜΕ ΧΙΟΥΜΟΡ – ΣΤΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ»
ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΥΓΡΟΤΟΠΩΝ, 2 Φεβρουαρίου Μια ακόμα επετειακή ημερομηνία χωρίς αντίκρισμα
Οι καλύτεροι δίσκοι του 2008