Home
News
Foreign Office
Local
Ελληνική
Metal
Punk/hc/emo
Live
Συνεντεύξεις
Cinefreak
Θέατρο/χορός
Books, magz
Τι παίζει, που
Special
Aρθρα
Mp3s/Video
Atrakt-ed
Links
 
Αναζήτηση

 

HANDWRITING

KHONNOR

TYPE

22/11/2004

O Connor Kirby-Long είναι ένας 17χρονος Καναδός που ζει στο Βερμόντ των Ηνωμένων Πολιτειών και κυκλοφόρησε μόλις το ντεμπούτο άλμπουμ του στην Type Records, την ελιτίστικη δισκογραφική εταιρία των John Xela και Stef Lewandowski. Αυτό από μόνο του είναι λόγος για να τον προσέξει κανείς.

Δεύτερος και βασικότερος, είναι η ηλικία του. Όταν οι συνομήλικοί του ασχολούνται αποκλειστικά σχεδόν [και μανιωδώς] με την εισαγωγή τους σε μια σχολή που θα τους «εξασφαλίσει» επαγγελματικά το μέλλον τους, αυτός δημιουργεί φουτουριστικές, μελαγχολικές μπαλάντες, κι έναν απ’ τους πιο ολοκληρωμένους και πρωτότυπους δίσκους που έφτιαξε ποτέ έφηβος. Κι αν λάβει υπόψη κανείς την ηλικία που ξεκίνησε να δουλεύει το δίσκο του [στα 15!], το αποτέλεσμα ακούγεται ακόμη πιο εντυπωσιακό.

Αν εξαιρέσω τον Patrick Wolf, o οποίος από τα 13 του ως τα 18 ετοίμαζε το εξαιρετικό [περσινό] Lycanthropy, δεν μπορώ να βρω κανέναν άλλο έφηβο τα τελευταία χρόνια που να έχει δημιουργήσει μόνος του μουσική τέτοιου επιπέδου, η οποία μπορεί να χαρακτηρισθεί σύγχρονη ποπ. Κι ας μην είναι μουσική που απευθύνεται σε μεγάλο ακροατήριο, ούτε φυσικά έχει καμία σχέση με τη σαχλο-πόπ των καταλόγων επιτυχιών. [Αρκεί μόνο ν’ ακούσει κανείς τι είδους δίσκους βγάζουν στους συνομήλικούς του οι ελληνικές εταιρίες, για καταλάβει με τι έχει να τον συγκρίνει…].

Ο Connor πριν τρία χρόνια άρχισε να κυκλοφορεί μια σειρά από ep στο internet με ψευδώνυμο Grandma και I, Cactus και το ταλέντο του δεν άργησε να γίνει αντιληπτό απ’ τους υπεύθυνους της Type. Έτσι το Handwriting άρχισε να δημιουργείται στο παλιό PC του, χρησιμοποιώντας ένα μικρόφωνο από ένα boxset εκμάθησης γιαπωνέζικων και το [αθλίας ποιότητας] ηχείο του υπολογιστή! Για να σηματοδοτήσει τη στροφή του ήχου του, αλλάζει και το όνομα που χρησιμοποιεί για να υπογράψει τη δουλειά του, γράφει έτσι το μικρό του ανορθόγραφα και γίνεται Khonnor.

Τα τραγούδια του μιλάνε για εφηβικούς έρωτες, μουντές νύχτες και…το περιεχόμενο της τσέπης του, με μια χαριτωμένη αφέλεια που χαρακτηρίζει το νεαρό της ηλικίας του, χωρίς να γίνεται ούτε στιγμή αντιληπτό, ωστόσο, ότι είναι μόλις 17 χρονών.


Είναι γνήσιο τέκνο της γενιάς του, μιας γενιάς δηλαδή που μεγάλωσε με την electronica των 90ies, για την οποία δεν υπάρχουν όρια μεταξύ των ηλεκτρονικών και της πιο «παραδοσιακών», κιθαριστικών» ήχων, κι η οποία έχει αρχίσει να δημιουργεί ένα εκπληκτικό υβρίδιο με μεγάλη ποικιλία από electronica crossovers.

Δηλώνει επηρεασμένος απ’ τον Christian Fennesz, τον Jim O’Rourke, τους Sonic Youth και τους Smiths, η μουσική είναι η αφετηρία και το τέρμα της ζωής του, συχνά εις βάρος της καθημερινότητάς του. Σχεδόν τον απέβαλλαν απ’ το σχολείο, απολογήθηκε σε δικαστήριο, γλίτωσε παρά τρίχα το αναμορφωτήριο, κατάφερε μετά χιλίων βασάνων φέτος να αποφοιτήσει. Με το Handwriting λέει ότι αποχαιρετά τα πικρά χρόνια της εφηβείας του. Και παρ’ όλο που ο δίσκος του ακούγεται θλιμμένος και μελαγχολικός, το punk attitude είναι έκδηλο σε όλη τη διάρκειά του.

Αν έχεις τη διάθεση, μπορείς να βρεις αρκετά ψεγάδια στα κομμάτια του. Τα «στολίζει» για παράδειγμα με περισσότερους θορύβους απ’ ότι πιθανόν αντέχουν, οι παραμορφωτές είναι σχεδόν πάντα παρόντες, κρύβει τις εκπληκτικές τρυφερές μελωδίες του κάτω από ένα στρώμα ψηφιακών ήχων και [το χειρότερο] τερματίζει τα κομμάτια απότομα, χωρίς fade out, ακριβώς τη στιγμή που αρχίζουν κι αποκαλύπτονται. Προφανώς όλα γίνονται εσκεμμένα και φυσικά δικαιολογούνται από τον ενθουσιασμό και την υπερβολή που χαρακτηρίζει την ηλικία του.

Το Handwriting και με όλα τα ελαττώματά του, παρ’ όλα αυτά, παραμένει ένα indietronica αριστούργημα, ένα δείγμα μοντέρνου shoegaze που σε εκπλήσσει ευχάριστα απ’ την πρώτη φορά που θα το ακούσεις. Οι συχνά ανορθόδοξες μελωδίες του ακούγονται κάποιες στιγμές τόσο ώριμες και αξιομνημόνευτες, που είναι αδύνατο να τις «ξεφορτωθείς». Αυτό το [κυριολεκτικά] παιδί δημιουργεί τέτοια ονειρική, σκοτεινή ατμόσφαιρα που απορείς πως είναι δυνατό να κατάφερε μια τόσο ειλικρινή και νοσταλγική προσέγγιση ενός μουσικού είδους που άλλοι συνομήλικοί του ούτε καν θα έχουν ακούσει, παίζοντας απλά με μια κιθάρα και το ποντίκι του υπολογιστή του…

O δίσκος ανοίγει με το Man from the Anthill, όπου μέσα από παραμορφωτές, overdubs, ψηφιακούς θυρύβους, ήχους αποσυντονισμένου ραδιοφώνου και μεταλλικά χτυπήματα χορδών αποκαλύπτεται η φωνή του: «Finally convinced myself that I’m not living», μια προσευχή που θυμίζει Spacemen 3, όπου λέει ότι «θα περιφερόταν μέσα απ’ τον κήπο κρατώντας το χέρι του Ιησού, αλλά ακόμα περιμένει για μια απάντηση, μετά από 14 ώρες και…61 στάσεις λεωφορείου»! Το [μαύρο] χιούμορ του ξεπροβάλλει για να ελαφρύνει τη βαριά ατμόσφαιρα που δημιουργούν οι ήχοι του.

Το Daylight Delight είναι σαν ένα χαμένο τραγούδι των Flying Saucer Attack. Φιλτραρισμένες κιθάρες και διακοπτόμενα drums φτιάχνουν το υπόβαθρο για να ακουστεί η σχεδόν αναιμική φωνή του.

Το Megans Present που ακολουθεί, ξεκινάει με μια ηλεκτρονική «αύρα» κι εξελίσσεται σε ένα τραγούδι που θα μπορούσαν να είχαν γράψει οι Mercury Rev, με τα synths να λάμπουν και τον Khonnor να τραγουδάει λαχανιασμένα [σα να πρόκειται σε λίγο να παραδώσει την ψυχή του]. Δυστυχώς, μόλις αρχίζει το τραγούδι να σε βάζει στο κλίμα του, το κόβει απότομα! Ο ήχος γίνεται επιτέλους πιο ξεκάθαρος στο Dusty το οποίο ξεκινάει με τον ήχο απ’ τις χορδές μιας ακουστικής κιθάρας και στολίζεται με μελωδίες στο background, ενώ μια «διεστραμμένη» ηλεκτρική κιθάρα εμφανίζεται λίγο πριν κλείσει το τραγούδι. Θα μπορούσε να ήταν και Pavement.

Στο Crapstone τραγουδάει για το περιεχόμενο στις τσέπες του fleece τζάκετ του πάνω από παραμορφωμένους ψηφιακούς ήχους, ενώ εισβάλει ο ρυθμός συνοδευόμενος από κιθάρα και ηλεκτρονικό πιάνο.

Το Kill 2 είναι απ’ τα παλιότερα τραγούδια του άλμπουμ. Ακούγεται σα να αποχαιρετά την παιδική του ηλικία και φτιάχνει ένα απ’ τα καλύτερα τραγούδια του δίσκου. «The time has come to say goodbye, to all my lies…» νομίζεις πως τραγουδάει, πάνω από ένα υπόκωφο πιάνο και τα πιο ρυθμικά synths του δίσκου. Φέρνει στο νου David Sylvian, τους πρώιμους Silver Jaws, Palace Brothers. Σε δεύτερη ακρόαση συνειδητοποιείς ότι είναι καθόλου έτσι! Το τερατάκι τραγουδάει «the time has come to say goodbye to all my lice, no more crying Khonnor, slice the flesh, like mother’s chicken breasts»… [δεν τραγουδάει για «ψέματα», αλλά για «ψείρες»!]. Αυτό το υποχθόνιο χιούμορ του τον κάνει να ξεχωρίζει ακόμα περισσότερο. To A little Secret είναι ένα uptempo κομμάτι που ξεκινάει με…New Order μπάσο και το συνοδεύει ένα πιάνο εντελώς Sigur Ros. Στο AnApeis Loose υπάρχει μια υπέροχη μελαγχολική κιθάρα και μια ντελικάτη μελωδία, μόνο που… διαρκεί για το μισό τραγούδι. Εξαφανίζεται πριν ολοκληρωθεί! Το Phone Calls From You είναι απ’ τα πιο όμορφα τραγούδια του, θα μπορούσες να ορκιστείς πως αυτή η ώριμη, τρεμάμενη φωνή αποκλείεται να ανήκει σε κάποιον έφηβο. Στο The Stoned Night ακούγεται ένα sample απ’ το Walk of Life των Dire Straits πάνω από στίχους ακατάληπτους, που χάνονται μέσα στα beats και ο ήχος των Spacemen 3 επανέρχεται στο Screen Love, Space And TheT ime, με την κιθάρα να κυριαρχεί και τα ψιθυριστά φωνητικά του να συνοδεύουν. Το I Was Everything you Wanted Until είναι ένα ιντερλούδιο μάλλον άσκοπο, ενώ ο δίσκος κλείνει με το Tattle talent, άλλο ένα πολύ σύντομο τραγούδι, με sample απ’ το Live in Japan του Fennesz που θυμίζει τον ήχο απ’ τα κομμάτια των πρώτων ep του.

Παρόλο που είναι φανερό πως θέτει περιοριστικά όρια στα τραγούδια του και τα «χαντακώνει» σε αυστηρά τρίλεπτα κομμάτια, το επίπεδο του δίσκου είναι πολύ ανώτερο απ’ ότι η ηλικία του του επιτρέπει. To μέλλον του ανήκει.

Ίσως η γενιά των συνομηλίκων του να ανακαλύψει σύντομα ένα νέο Curt Cobain…

Τάσος m.hulot

Foreign Office
DELTA MACHINE
DEPECHE MODE
AMOK
ATOMS FOR PEACE
THE POLITICS OF ENVY
MARK STEWART
HE GETS ME HIGH
DUM DUM GIRLS
HOUSE OF BALLOΟNS
THE WEEKND
Let England Shake
PJ Harvey
FROM THE STAIRWELL
THE KILIMANJARO DARKJAZZ ENSEMBLE
ANTHROPOMORPHIC
THE MOUNT FUJI DOOMJAZZ CORPORATION
SENTINELS OF HELIOSPHERE
SOLAR TEMPLE SUICIDES
THE FOOL
WARPAINT